αμυλώδης, -ης, -ες

αμυλώδης, -ης, -ες
γεν. -ους, αιτ. -η, πληθ. ουδ. -η, ο αμυλούχος (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμυλώδης — ες, αυτός που περιέχει άμυλο, ο αμυλούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμυλο + ώδης. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στο ελληνογαλλικό λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζαντίου το 1856] …   Dictionary of Greek

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • σάγο — το, και σάγος, ο, Ν αμυλώδης εδώδιμη ουσία που εξάγεται από την εντεριώνη τού κορμού διαφόρων ειδών φοινίκων, ιδίως τού γένους μητρόξυλο, και η οποία αποτελεί εύπεπτη τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sago < μαλαισιακό sagu] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”